φωτογένεια

φωτογένεια
η, Ν [φωτογενής]
1. αυτόματη εκπομπή φωτός από ζώα και φυτά
2. η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται ζωηρά τα χαρακτηριστικά τους κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωτογένεια — η 1. η γένεση φωτός, η αυτόματη εκπομπή φωτός από ορισμένα ζώα και φυτά. 2. η ιδιότητα ορισμένων ατόμων να φαίνονται έντονα και ζωηρά τα χαρακτηριστικά τους στη φωτογράφηση ή κινηματογράφηση: Αυτή η ηθοποιός έχει μεγάλη φωτογένεια, αλλά αν τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… …   Dictionary of Greek

  • φωτογενής — ές, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει φωτογένεια, τού οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο») μσν. αυτός που γεννήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γενής (< γένος <… …   Dictionary of Greek

  • φωτογονία — η, ΝΑ [φωτογόνος] παραγωγή φωτός νεοελλ. 1. φωτογένεια 2. φωσφορισμός …   Dictionary of Greek

  • Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… …   Dictionary of Greek

  • Ντελίκ, Λουί — (Luis Delluc, Καντουέν, 1890 – Παρίσι 1924). Γάλλος σεναριογράφος, σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου. Στη λιγόχρονη ζωή του ανέπτυξε μια έντονη θορυβώδη δραστηριότητα συγγραφέα, κριτικού, κινηματογραφιστή, ασκώντας σημαντική επίδραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”